- ορθόκερας
- το(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλόποδων μαλακίων τής ομάδας τών ναυτιλοειδών το οποίο έζησε από το ορδοβίσιο ώς το τριαδικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthoceras < ορθ(ο)-* + κέρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.